- ἐπιπλήκτειρα
- ἐπιπλήκτ-ειρα, ἡ, = fem. of ἐπιπλήκτης, AP6.233 (Maec.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιπλήκτειραν — ἐπιπλήκτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)